σεκούα

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199

Greek (Liddell-Scott)

σεκούα: «σικύα» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «σικύα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σικύα.