σεκούα

From LSJ

ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with

Source

Greek (Liddell-Scott)

σεκούα: «σικύα» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «σικύα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σικύα.