σεκούα

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source

Greek (Liddell-Scott)

σεκούα: «σικύα» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «σικύα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σικύα.