σιδηρουργείο
From LSJ
εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance
Greek Monolingual
το / σιδηρουργεῖον, ΝΑ σιδηρουργός
νεοελλ.
εργαστήριο κατεργασίας σιδήρου, σιδεράδικο
αρχ.
μεταλλείο σιδήρου ή τόπος καθαρισμού του σιδηρούχου μεταλλεύματος.