σιδεράδικο

From LSJ

Μένει δ' ἑκάστῳ τοῦθ', ὅπερ μέλλει, παθεῖν → Quod destinatum sorte, non fugies pati → Ein jeder muss das leiden, was er leiden soll

Menander, Monostichoi, 349

Greek Monolingual

το, Ν
1. εργαστήριο κατεργασίας σιδήρου, σιδηρουργείο
2. κατάστημα πώλησης σιδερικών, σιδηροπωλείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδεράς + κατάλ. -άδικο (πρβλ. γαλατάδικο)].