τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal
σῑτάθην: [ᾱ], Δωρ. και ποιητ. Παθ. αόρ. αʹ του σιτέω.
σῑτάθην: (ᾱ) Theocr. дор. aor. к σιτέομαι.