σιτάθην

From LSJ

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source

Greek Monotonic

σῑτάθην: [ᾱ], Δωρ. και ποιητ. Παθ. αόρ. αʹ του σιτέω.

Russian (Dvoretsky)

σῑτάθην: (ᾱ) Theocr. дор. aor. к σιτέομαι.