σιτάθην

From LSJ

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158

Greek Monotonic

σῑτάθην: [ᾱ], Δωρ. και ποιητ. Παθ. αόρ. αʹ του σιτέω.

Russian (Dvoretsky)

σῑτάθην: (ᾱ) Theocr. дор. aor. к σιτέομαι.