σκαλιστής

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

ο, Ν σκαλίζω
1. εργάτης που ασχολείται με το σκάλισμα τών φυτών
2. γλύπτης, χαράκτης.