γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
ο, Ν σκαλίζω1. εργάτης που ασχολείται με το σκάλισμα τών φυτών2. γλύπτης, χαράκτης.