σκαλωτός

From LSJ

πᾶσιν ἡμῖν κατθανεῖν ὀφείλεται → death is a debt which every one of us must pay

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
αυτός που έχει σκαλοπάτια, κλιμακωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάλα + κατάλ. -ωτός (πρβλ. οδοντωτός)].