σκιόφυτο

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source

Greek Monolingual

το, Ν
βοτ. φυτό το οποίο αναπτύσσεται σε σκιερούς τόπους ή σε βιοτόπους με χαμηλή ένταση φωτός, αλλ. σκιόφιλο φυτό.