σκυτοεργός

From LSJ

εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος → in the name of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit

Source

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που κατεργάζεται τα σκύτη, τα δέρματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦτος «κατεργασμένο δέρμα» + -εργός (< ἔργον), πρβλ. δολοεργός, ξυλοεργός].