Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σπάτουλα

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12

Greek Monolingual

η, Ν
1. εργαλείο με λαβή και πλατύ έλασμα με το οποίο απλώνεται πολτώδες υλικό ή ανασηκώνεται υλικό που δεν έχει απόλυτα στερεοποιηθεί, αλλ. σπάθη
2. μτφ. η γλώσσα, ως όργανο γλοιώδους κολακείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. spatola].