σπερματοκύτταρο

From LSJ

Greek Monolingual

και σπερμοκύτταρο, το, Ν
1. (ανατ.-βιολ.) κύτταρο της αρσενικής σπερματικής σειράς που αποτελεί εξελικτική βαθμίδα της σπερματογένεσης, μεταξύ σπερματογονίων και σπερματίδων
2. βοτ. κύτταρο που μετασχηματίζεται σε σπερματοζωίδίο χωρίς κυτταρική διαίρεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. spermatocyte < spermato- (< σπέρμα, -ατος) + -cyte (< κύτος), το οποίο στην Ελλ. αποδόθηκε με τη λ. κύτταρο].