σπλαχνιά
From LSJ
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
Greek Monolingual
η, Ν
ευσπλαγχνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπλαχνίζομαι, υποχωρητικά].
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
η, Ν
ευσπλαγχνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπλαχνίζομαι, υποχωρητικά].