στενόκαρδος

From LSJ

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που αποθαρρύνεται εύκολα, λιπόψυχος, μικρόψυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + -καρδος (< καρδιά), πρβλ. μεγαλό-καρδος].