στερεόφωνος

From LSJ

Ἐν τοῖς κακοῖς δὲ τοὺς φίλους εὐεργέτει → Bene fac amicis, res habent quorum male → Im Unglück aber tue deinen Freunden wohl

Menander, Monostichoi, 147

Greek (Liddell-Scott)

στερεόφωνος: -ον, ὁ ἔχων τραχεῖαν, ἰσχυρὰν φωνήν, Βυζ.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που έχει τραχιά φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + -φωνος (< φωνή)].