Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
στερεόφωνος: -ον, ὁ ἔχων τραχεῖαν, ἰσχυρὰν φωνήν, Βυζ.
-ον, Μ
αυτός που έχει τραχιά φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + -φωνος (< φωνή)].