στερφώ

From LSJ

Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund

Menander, Monostichoi, 462

Greek Monolingual

και στρεφῶ, -όω, Α στέρφος (II)]
καλύπτω κάποιον ή κάτι με δορά, με δέρμα.