στεφανοφορία
From LSJ
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
German (Pape)
[Seite 940] u. στεφανοφόρος, schlechtere Formen statt σ τεφανηφορέω u. s. w., s. Lob. Phryn. 650.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. στεφανηφορία.