στηθάρι

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source

Greek Monolingual

το / στηθάριον, ΝΜΑ στῆθος
προτομή
νεοελλ.-μσν.
προστερνίδιο ίππου.