Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προτομή

From LSJ

Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt

Menander, Monostichoi, 497
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προτομή Medium diacritics: προτομή Low diacritics: προτομή Capitals: ΠΡΟΤΟΜΗ
Transliteration A: protomḗ Transliteration B: protomē Transliteration C: protomi Beta Code: protomh/

English (LSJ)

ἡ, (προτέμνω)
A front part cut off: esp.,
1 head and face of a decapitated animal (rarely of a decapitated man, LXX 2 Ma. 15.35, and of a boar with human head, Ps.-Plu.Fluv.21.4), γλαύκου Antiph.132.4; γρυπός IG12.280.15; λέοντος Inscr.Deélos 442 B 108 (ii B.C.); ἐλάφου OGI214.41 (Didyma, iii B.C.); λύκου D.S.1.18; λεόντων, ταύρων, δρακόντων, ib.62; Κερβέρου ib.96; Γοργόνος Corn. ND20; χηνίσκων Orib.49.4.28; of a dolphin as figurehead, AP7.215 (Anyt.); π. ἵππου, name of the asterism Eculeus, Gem.3.8, Ptol.Alm.7.5.
2 cup in shape of animal's face, Philox.5, IG 11(2).287B34, 134 (Delos, iii B.C.).
3 bust, ib.14.1518; αἱ π. τοῦ Καίσαρος the imagines or busts of the Emperor on the Roman standards, J.AJ18.3.1, cf. IG22.1108.6, Ostr.178 (ii A.D.), al.; π. τῆς ἀρχῆς Lyd.Mag.3.21.

German (Pape)

[Seite 793] ἡ, der vordere oder obere Teil eines Tieres, nach Poll. 1, 189. 2, 47 bei den Tieren dasselbe, was πρόσωπον bei den Menschen ist; γλαύκου, Antiphan. bei Ath. VII, 295 e; bes. Brustbild, ein Bild, das nur den Obertheil des Menschen bis zum Nabel zeigt, vgl. Antiphil. 13 (Plan. 147); wie es an Schiffen angebracht war, Anyte 12 (XII, 215), oder der Vordertheil des Schiffes selbst.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
I. coupe antérieure :
1 face d'un animal (mufle, museau, hure, etc.);
2 image d'un dauphin sculptée à l'avant d'un navire;
II. coupe supérieure ; statue ou figure peinte à mi-corps, buste.
Étymologie: προτέμνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προτομή -ῆς, ἡ [προτέμνω] (afgehakte) dierenkop.

Russian (Dvoretsky)

προτομή:
1 (у животных), морда (λύκου, λεόντων Diod.);
2 бюст (ἀνθρώπου Plut.);
3 носовая часть корабля, нос Anth.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ προτέμνω
γλυπτική αναπαράσταση της κεφαλής και του επάνω μέρους του ανθρώπινου κορμού μέχρι τον ομφαλό, κν. μπούστο (α. «στους εθνικούς ήρωες η πατρίδα στήνει προτομές» β. «κάπρον χρύσεον εἰς ἀνθρώπου προτομήν», Πλούτ.)
νεοελλ.
στρ. το πρόσθιο άκρο του σωλήνα τών πυροβόλων
αρχ.
1. το μπροστινό ή ανώτατο μέρος ενός πράγματος και, κυρίως, το πρόσωπο ή η κεφαλή ζώου (α. «λύκου προτομή», Διόδ.
β. «προτομὴ Κέρβερος» Διόδ.)
2. κύπελο που έχει σχήμα ρύγχους ζώου
3. η πλώρη πλοίου
4. (κατά το λεξ. Σούδ.) (για πολεμική μηχανή) το μπροστινό μέρος
5. φρ. «προτομὴ ἵππου» — ονομασία αστερισμού.

Greek Monotonic

προτομή: ἡ (προτέμνω),·
1. το μπροστινό ή το ψηλότερο μέρος ενός πράγματος, προτομή ή εικόνα, σε Ανθ.
2. μπροστινό μέρος πλοίου, πλώρη, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

προτομή: ἡ, (προτέμνω) τὸ πρόσθιον ἢ ἀνώτατον μέρος πράγματός τινος· μάλιστα δέ, 1) τὸ πρόσωπον ἢ ἡ κεφαλὴ ζώου (ἐπειδὴλέξις πρόσωπον κυρίως τίθεται ἐπὶ ἀνθρώπων), γλαύκου προτομὴ Ἀντιφάν. ἐν «Κύκλωπι»1. 4· γρυπὸς Συλλ. Ἐπιγρ. 139. 11· ἐλάφου αὐτόθι 3852. 42· λύκου Διόδ. 1. 18· λεόντων, ταύρων αὐτόθι 62· Κερβέρου αὐτόθι 96· ― περὶ τοῦ χωρίου τοῦ Φιλοξ. παρ᾿ Ἀθην. 476Ε, ἴδε Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπ. 3, σ. 645. 2) ὡς καὶ νῦν, Ἀνθ. Πλαν. 147, πρβλ. Πλούτ. 2. 1161Ε, Συλλ. Ἐπιγρ. 6220· αἱ προτομαὶ τοῦ Καίσαρος, αἱ ἐπὶ τῶν Ρωμαϊκῶν σημαιῶν, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 18, 3, 1. 3) ἡ πρῷρα πλοίου, τὸ πρόσθεν μέρος αὐτοῦ, Ἀνθ. Π. 7. 215. ― «προτομαί· εἰκόνες βασιλέων» Ἡσύχ.: προσέτι: «προτομή· εἰκὼν βασιλική, ἕως τοῦ ὀμφαλοῦ τοῦ σώματος εἶδος». ― Κατὰ Σουΐδ.: «προτομαί, βασιλικαὶ εἰκόνες. καὶ προτομαὶ λεόντων, καὶ ὁμοίως ἐπὶ τῶν ἄλλων, κυρίως δὲ ἐπὶ τῶν ἀλόγων ζῴων ἡ προτομὴ λέγεται· «τοῖς δὲ τῶν πλοίων ἄκροις τετραπόδων προτομὰς ἀποτυπώσας χαλκῷ περιέλαβε διὰ τὸ τῶν ἐμβόλων χρειῶδες» ― προσέτι: «προτομὴ ἐπὶ ζῴων ἀλόγων οὕτω λέγεται ὡς ἐπὶ ἀνθρώπου πρόσωπον. καὶ ἐπὶ κριοῦ μηχανικοῦ προτομὴ λέγεται τὸ πρόσθεν μέρος».

Middle Liddell

προτομή, ἡ, προτέμνω
1. the foremost or upper part of anything: a bust or half-figure, Anth.
2. the forepart of a ship, Anth.

Mantoulidis Etymological

(=τό ἐπάνω μέρος ἑνός πράγματος, τό κεφάλι ἀγάλματος). Ἀπό τό προτέμνωπρό + τέμνω.