στομφολογώ
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
Greek Monolingual
στομφολογῶ, -έω, ΝΑ
στομφάζω, καυχησιολογώ, μεγαληγορώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στόμφος + -λογῶ].