στρατευτός
From LSJ
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
Greek Monolingual
ὁ, Α στρατεύω (Ι)]
αυτός που υπόκειται στην εκστρατεία, στον πόλεμο, στρατευτικός.
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
ὁ, Α στρατεύω (Ι)]
αυτός που υπόκειται στην εκστρατεία, στον πόλεμο, στρατευτικός.