στρεψίπτερα

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59

Greek Monolingual

τα, Ν
ζωολ. τάξη εντόμων στην οποία ανήκουν 400 περίπου μικροσκοπικά είδη, που τα άπτερα θηλυκά άτομα και οι προνύμφες τους είναι ενδοπαράσιτα άλλων εντόμων και της οποίας ένα από τα γνωστότερα γένη είναι ο στύλωψ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. strepsipterous (< νεολατ. strepsiptera < στρέψις + πτερό)].