στύλωψ

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112

Greek Monolingual

ο, Ν
(λόγιος τ.) ζωολ. ένα από τα γνωστότερα γένη της τάξης εντόμων στρεψίπτερα.