στυλοπύρ

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Greek Monolingual

-υρός, τὸ, ΜΑ
φωτιά σε σχήμα στύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στῦλος + πῦρ].