στυλοπύρ

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source

Greek Monolingual

-υρός, τὸ, ΜΑ
φωτιά σε σχήμα στύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στῦλος + πῦρ].