στυφρόν
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
Greek (Liddell-Scott)
στυφρόν: «στερέμνιον· βαρὺ» Ἡσύχ.
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
στυφρόν: «στερέμνιον· βαρὺ» Ἡσύχ.