στυφρόν

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154

Greek (Liddell-Scott)

στυφρόν: «στερέμνιον· βαρὺ» Ἡσύχ.