συζυγικός

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135

Greek Monolingual

-ή, -ό / συζυγικός, -ή, -όν, ΝΑ σύζυγος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους συζύγους («συζυγικός βίος»).
επίρρ...
συζυγικά Ν
με τρόπο που αρμόζει σε συζύγους.