συμβλήσομαι

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160

Greek Monotonic

συμβλήσομαι: Επικ. Μέσ. μέλ. του συμβάλλω II. 4.

Russian (Dvoretsky)

συμβλήσομαι: эп. fut. med. к συμβάλλω.