συμβουλάτορας
From LSJ
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
Greek Monolingual
και, διαλ. τ. συβουλάτορας, ο, Ν
1. αυτός που δίνει συμβουλές σε άλλον ή σε άλλους
2. (παλαιότερα) σύμβουλος κάποιου, ιδίως άρχοντα («οι συμβουλάτορες του ρήγα»)
3. ειρων. αυτός που προθυμοποιείται να δώσει απρόσκλητος συμβουλές σε όλους και για όλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύμβουλος + κατάλ. -άτορας (πρβλ. εστιάτορας). Η λ., στον λόγιο τ. συμβουλάτωρ, μαρτυρείται από 1772 στον Ιω. Αδάμη].