συναίνησις

From LSJ

καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice

Source

Greek (Liddell-Scott)

συναίνησις: ἢ -εσις, ἡ, τὸ συναινεῖν, συγκατάθεσις, Πλούτ. 2. 258Β.

Russian (Dvoretsky)

συναίνησις: ἡ v. l. = συναίνεσις.