συναίνεσις
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
-εως, ἡ, approval, consent, assent, Ph.1.382, al., Plu. 2.258b; τοῦ βουλευτηρίου POxy.2110.8 (iv A.D.), cf. 506.54 (ii A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 997] ἡ, Zustimmung, Sp., wie Plut.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
assentiment.
Étymologie: συναινέω.
Russian (Dvoretsky)
συναίνεσις: v.l. συναίνησις, εως ἡ одобрение, согласие Plut.