συνδίκως

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432

French (Bailly abrégé)

adv.
selon le droit, justement.
Étymologie: σύνδικος.

Greek Monolingual

και αττ. τ. ξυνδίκως Α
επίρρ. συγχρόνως, ταυτόχρονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνδικος + επιρρμ. κατάλ. -ως].

Russian (Dvoretsky)

συνδίκως: (ῐ) справедливо, по справедливости Aesch.