συνδιασπώ

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486

Greek Monolingual

-άω, ΜΑ
διασπώ κάτι βίαια από κοινού ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με κάτι άλλο.