συντριπτέον

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440

Greek (Liddell-Scott)

συντριπτέον: ῥηματ. ἐπίθετ., δεῖ συντρίβειν, Εὐστάθ. σ. 584, ἔκδ. Mi.