συντριπτέον
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
Greek (Liddell-Scott)
συντριπτέον: ῥηματ. ἐπίθετ., δεῖ συντρίβειν, Εὐστάθ. σ. 584, ἔκδ. Mi.