συντριπτέον

From LSJ

αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point

Source

Greek (Liddell-Scott)

συντριπτέον: ῥηματ. ἐπίθετ., δεῖ συντρίβειν, Εὐστάθ. σ. 584, ἔκδ. Mi.