ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
σφαχτός, -ή, -ό / σφακτός, -ή, -όν, ΝΑ σφάζω
αυτός που θανατώθηκε με σφαγή, σφαγμένος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το σφαχτό
α) το σφάγιο, το σφαχτάρι
β) το βόσκημα που προορίζεται για σφαγή.