σωματοφυλακή

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source

Greek Monolingual

η, Ν
σωματοφύλακας
η προσωπική φρουρά ενός ηγεμόνα, ενός αξιωματούχου ή και οποιουδήποτε άλλου ατόμου.