σύνεξ

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109

Greek (Liddell-Scott)

σύνεξ: ἓξ ὁμοῦ, σύμπεντε καὶ σύνεξ τριηραρχοῦντες μέτριον ἀνήλισκον Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρποκρ. ἐν λέξ. συμμορία.

Greek Monolingual

A
έξι μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἕξ «έξι»].