τεκνοποίηση

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source

Greek Monolingual

τεκνοποίησις, -ήσεως, η, ΝΜΑ τεκνοποιῶ
το να γεννά, να αποκτά κανείς παιδιά.