τεκνοποίηση

From LSJ

Οὔτοι ποθ' οὑχθρός, οὐδ' ὅταν θάνῃ, φίλος → One's enemy does not become one's friend when they die

Sophocles, Antigone, 522

Greek Monolingual

τεκνοποίησις, -ήσεως, η, ΝΜΑ τεκνοποιῶ
το να γεννά, να αποκτά κανείς παιδιά.