τετράγερος

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
πολύ γερός, πολύ υγιής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τετρ(α)- + γερός].