τετράδους

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353

Greek Monolingual

-οντος, ο, Ν
γένος ψαριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tetraodon < τετρ(α)- + ὀδών / ὀδούς, ὀδόντος «δόντι»].