δόντι
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
Greek Monolingual
το (Μ ὀδόντιν, δόντιον, δόντιν)
1. καθένα από τα οστεοειδή όργανα τα οποία, εμφυτευμένα συμμετρικά στις φατνικές αποφύσεις τών γνάθων, χρησιμεύουν για το μάσημα της τροφής
2. κάθε προεξοχή σκεύους, οργάνου, εργαλείου, τείχους που μοιάζει με δόντι
3. φρ. α) «βγάζει ή αλλάζει δόντια» — για παιδιά που βγάζουν τα πρώτα δόντια
β) «σκάζουν τα δόντια του» — αρχίζουν να φαίνονται τα δόντια της πρώτης οδοντοφυΐας
γ) «έχει γερό δόντι ή δόντια» ή «κόβει το δόντι του» — έχει γερά μέσα, ισχυρές γνωριμίες
δ) «του 'τριξα τα δόντια» — τον απείλησα
ε) «δεν είναι για τα δόντια σου» — δεν είσαι ικανός, άξιος να το απολαύσεις
στ) «με την ψυχή στα δόντια» — ξεθεωμένος, μισοπεθαμένος
ζ) «του μίλησα έξω από τα δόντια» — απερίφραστα, απροκάλυπτα
η) «του πονάει το δόντι» — είναι ερωτευμένος
θ) «δεν έχει να ξύσει το δόντι του» — είναι τελείως άπορος
ι) «η ψυχή του πήγε στα δόντια του» — φοβήθηκε υπερβολικά
ια) «με τα δόντια» ή «με νύχια και με δόντια» — με απεγνωσμένες προσπάθειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οδόντιον, υποκορ. του αρχ. οδούς].