τετραγαμία

From LSJ

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529

Greek (Liddell-Scott)

τετραγαμία: ἡ, ὁ τέταρτος γάμος, Κ. Μανασσ. Χρον. 5403, Σκυλίτζης σ. 702, κλπ.

Greek Monolingual

ἡ, Μ
ο τέταρτος γάμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -γαμία (< γαμος < γάμος), πρβλ. μονογαμία].