τετρασέπαλος

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
(για άνθη και κάλυκες) αυτός που φέρει τέσσερα σέπαλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + σέπαλο].