άνθη

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source

Greek Monolingual

ἄνθη, η (Α)
1. η πλήρης άνθηση λουλουδιού ή φυτού, το λουλούδισμα
2. η εποχή της άνθησης, της ακμής.