τμήτης

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426

Greek (Liddell-Scott)

τμήτης: -ου, ὁ, (οὐχὶ τμητής), ὁ τομεύς, ὁ τέμνων, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἐκτομεύς. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431.