τομεύς
English (LSJ)
τομέως, ὁ, Dor. dat. pl. τομέεσσι (vv. II. τομέσι, τομέσσι) Archim.Spir.25:—
A one that cuts, a carver, Poll.6.13, etc.; τ. σίδηρος Max.277; πέλεκυς αὐχένος τομεύς Trag.Adesp.412; divider, ὁ ἀόρατος τομεύς, i.e. God, Ph.1.498; as adjective, ὁ τ. λόγος ib.491.
2 shoemaker's knife, Pl.Alc.1.129c; edge of a knife, X.Eq.Mag.2.3.
3 forceps, Glossaria on τομεῖον, Gal.19.146.
4 pl. τομεῖς, οἱ, cutting-teeth, incisors, Anon.Lond.24.23, Cels.8.1, Gal. 2.754, Poll.2.91, Gp.16.1.13, Simp.in Cael.664.3.
II Math., sector of a circle, Euc.6.33, Hero *Deff.34.
2 τ. στερεός = solid sector, sector of a sphere (intercepted by cone with vertex at centre), Archim.Sph. Sph.Cyl. 1 Def.5; but τ. ἐν τῇ ἐπιφανείᾳ, i.e. surface included between two great circles and a circle cutting each at right angles, Papp.268.1.
German (Pape)
[Seite 1127] ὁ, 1) Einer der schneidet. – 2) das Werkmesser der Schuster, der Kneif, Plat. Alc. I, 129 c, Poll. 10, 114; auch die Kneifzange, Medic. – 3) οἱ τομεῖς, die Schneidezähne, Poll. 2, 91. – 4) der Schnitt in der Mathematik, κύκλου, Euclid. defin. 3, 10; Kegelschnitt, Kugelschnitt, Archimed., der den dat., plur. auch τομέσι bildet, u. a. Mathem.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
litt. « ce qui coupe » : αὐχένος PLUT hache qui coupe le cou.
Étymologie: τέμνω.
Russian (Dvoretsky)
τομεύς: τομέως ὁ
1 сапожный нож, резак Plat.;
2 лезвие Xen.;
3 мат. сектор (κύκλου).
τομεύς: έως adj. m отсекающий, отрубающий (πέλεκυς Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
τομεύς: έως, ὁ, Δωρ. δοτ. πληθ. τομεῦσι Ἀρχιμήδ., ὅστις ἔχει καὶ τομέσι· (τομή)· ― ὁ τέμνων, ὁ κόπτων, Πολυδ. ϛʹ, 13, κλπ.· τ. σίδηρος Μάξιμ. π. καταρχ. 277· πέλεκυς αὐχένος τ. Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 813F· τοιχωρυχοῦντες καὶ τομεῖς βαλαντίων Τζέτζ. Ἰαμβ. Μεθ’ Ὅμ. στ. 43. 2) τὸ μαχαίριον τοῦ ὑποδηματοποιοῦ, ἡ «φαλτσέττα», Πλάτ. Ἀλκιβ. 1. 129C· ἡ ἀκωκὴ μαχαίρας, Ξεν. Ἱππαρχ. 2, 3. 3) λαβίς, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἱππ. (Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. σ. 580). 4) οἱ τομεῖς, οἱ κοπτῆρες ἢ πρόσθιοι ὀδόντες, Πολυδ. Β΄, 91, Γεωπ. 16, 1, 13, Σουΐδ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: τομεύς· τμήτης, ἤγουν ὁ τέμνων». ΙΙ. παρὰ τοῖς Μαθηματικοῖς, = τομὴ Ι. 2, Ἀρχιμήδ., Εὐκλείδ.
Greek Monotonic
τομεύς: τομέως, ὁ (τεμ-εῖν), αυτός που κόβει, που τέμνει, μαχαίρι υποδηματοποιού, σε Πλάτ.· μύτη μαχαιριού, σε Ξεν.
Middle Liddell
τομεύς, τομέως, ὁ, τεμεῖν
one that cuts, a shoemaker's knife, Plat.: the edge of a knife, Xen.