τραβερσάρω

From LSJ

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348

Greek Monolingual

Ν
ναυτ.
(ιδιωμ. τ.) κάνω τραβερσάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. traversare «διέρχομαι, διαπλέω»].